-
1 βοῦα
Grammatical information: f.?Other forms: Accent wrong acc. to DELG. βουόα ἀγέλη τις EM (from βουσόα, from σεύειν? But original σσ would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)Derivatives: βουαγόρ ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H.; βουαγός, βοαγός inscr. Further συμβοῦαι συνωμόται. συμβουάδ\<δ\> ει ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = φυή; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242.Page in Frisk: 1,255Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βοῦα
См. также в других словарях:
βουαγός — και βουαγόρ και βοαγός, ο (Α) αρχηγός, εκπαιδευτής μιας βούας στην αρχαία Σπάρτη, αγελάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούα + άγω. Το α τού συνθέτου είναι μακρό. Ο επιγραφικός τ. βοαγός οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek